χασιδικός

χασιδικός
-ή, -ό, Ν [χασιδισμός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χασιδισμό και στους χασιδιστές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”